Η Γενική Αιματολογία ασχολείται κατά κανόνα με προβλήματα που προκύπτουν από τη Γενική αίματος. Η γενική αίματος, η συχνότερα ζητούμενη σήμερα ιατρική εξέταση περιστρέφεται γύρω από τα 3 βασικά κυτταρικά στοιχεία του αίματος: τα ερυθρά (με αντιπροσωπευτικότερη μέτρηση την αιμοσφαιρίνη), τα λευκά αιμοσφαίρια και τα αιμοπετάλια, με επιμέρους παραμέτρους για το καθένα.
Το συχνότερο πρόβλημα με την αιμοσφαιρίνη είναι η αναιμία, κατάσταση που οφείλεται σε παθολογικά χαμηλές τιμές αιμοσφαιρίνης. Η αιμοσφαιρίνη είναι το κύριο συστατικό των ερυθρών αιμοσφαιρίων – των κυττάρων που κυκλοφορούν μέσα στο σώμα μας, μεταφέροντας οξυγόνο στους ιστούς. Οι αναιμικοί ασθενείς μπορεί να έχουν ελάχιστα συμπτώματα, αλλά καθώς η αναιμία επιδεινώνεται, οι περισσότεροι παρατηρούν κόπωση, δύσπνοια κατά την άσκηση ή την κόπωση, χαμηλότερα επίπεδα ενέργειας μέχρι και υπνηλία, βουητό στα αυτιά και πονοκεφάλους.
Πιο σπάνιες είναι κάποιες καταστάσεις όπου οι ασθενείς παράγουν υπερβολική αιμοσφαιρίνη. Αυτή η πάθηση είναι ευρέως γνωστή ως ‘’πολυκυτταραιμία’’. Μπορεί να οφείλεται σε υποκείμενο πρόβλημα μυελού των οστών (Αληθής Πολυκυτταραιμία ή Polycythaemia Rubra Vera), ή σε άλλες αιτίες όπως το κάπνισμα ή η χρόνια πνευμονική νόσος. Οι ασθενείς με αυτά τα νοσήματα μπορεί να μη χρειάζονται καμία ειδική θεραπεία, ή να χρειαστεί να αποβάλλουν την περίσσεια του αίματος με μια διαδικασία που λέγεται αφαίμαξη, ή ακόμη άλλοι να χρειαστούν πιο ειδικές θεραπείες -συνήθως με χάπια- για να “καταστείλουν” τον υπερβολικά δραστήριο μυελό των οστών.
Αποτελεί τον πιο συχνό λόγο για τον οποίο μπορεί κάποιος να συμβουλευτεί Αιματολόγο. Η αναιμία οφείλεται πάντοτε σε ένα από τα τρία ακόλουθα αίτια: Μειωμένη παραγωγή αιμοσφαιρίνης από τον μυελό των οστών, αυξημένη απώλεια ερυθροκυττάρων από κάποιο όργανο- δηλαδή αιμορραγία, ή καταστροφή των ερυθρών αιμοσφαιρίων από τον ίδιο τον οργανισμό. Οι ασθενείς με αναιμία συνήθως ανατρέχουν σε διάφορες ειδικότητες, καθώς υπάρχουν πολλοί λόγοι για τους οποίους κάποιος οργανισμός μπορεί να χάνει, να καταστρέφει ή να αποτυγχάνει να παράξει ερυθροκύτταρα επαρκώς. Πιο σπάνια, οι αναιμικοί ασθενείς χρειάζονται βιοψία μυελού των οστών για να βρεθεί το αίτιο της αναιμίας. Η αναιμία δε είναι ένα νόσημα ώστε να έχει έχει μια συγκεκριμένη θεραπεία. Είναι η εκδήλωση διαφόρων άλλων νοσημάτων. Η αντιμετώπιση λοιπόν ποικίλλει ανάλογα με το υποκείμενο αίτιο. Μερικοί ασθενείς θα χρειαστούν μετάγγιση ερυθρών αιμοσφαιρίων.
Τα λευκά αιμοσφαίρια είναι οι στρατιώτες του οργανισμού, που περιπολούν συνεχώς στο αίμα και στο λεμφικό σύστημα, έτοιμοι να καταπολεμήσουν την εισβολή παθογόνων όπως ιοί, βακτήρια, μύκητες κλπ. Υπάρχουν πολλοί διαφορετικοί τύποι λευκών αιμοσφαιρίων με πολύ διαφορετικούς ρόλους στη φυσιολογική ανοσολογική ανταπόκριση. Έτσι κάποια φαίνονται κοκκιώδη κάτω από το μικροσκόπιο (κοκκιοκύτταρα), όπως τα ουδετερόφιλα, τα μονοκύτταρα, τα ηωσινόφιλα, τα βασεόφιλα κ.λπ. ενώ άλλα είναι πιο εξειδικευμένες μορφές και ονομάζονται λεμφοκύτταρα και κύτταρα φυσικοί φονείς. Ο αριθμός των λευκών μπορεί να αυξηθεί ή να μειωθεί συνέπεια πολλών νοσημάτων, όπως λοιμώξεις, αποτελώντας σε αυτές τις περιπτώσεις μια απόλυτα φυσιολογική ανταπόκριση του οργανισμού. Έτσι, η πλειοψηφία των ασθενών με οριακές αποκλίσεις στον αριθμό των λευκών αιμοσφαιρίων δεν έχουν κάποιο αιματολογικό νόσημα. Υπάρχουν, ωστόσο, και πιο σοβαρές αιτίες αυξημένων ή μειωμένων λευκών αιμοσφαιρίων, ανάμεσα τους και η λευχαιμία, και γι’ αυτό το λόγο οι περισσότερες διαταραχές των λευκών συνήθως είτε παρακολουθούνται ανά τακτά διαστήματα ή διερευνώνται περαιτέρω, εάν δεν υποχωρήσουν.
Τα αιμοπετάλια είναι μικροσκοπικά κύτταρα που τα βρίσκουμε στο αίμα σε υψηλά νούμερα- ένα υγιές άτομο πιθανόν να έχει πάνω από 150.000.000.000 αιμοπετάλια για κάθε λίτρο αίματος. Ενεργούν ως βύσματα που προσκολλώνται σε σημεία αιμορραγίας. Αυτό βοηθά τον πηκτικό μηχανισμό να σχηματίσει έναν σταθερό θρόμβο αίματος και να αποτρέψει υπερβολική αιμορραγία μετά από τραυματισμό.
Ασθενείς με χαμηλά αιμοπετάλια (θρομβοπενία) τείνουν να εμφανίζουν μώλωπες πιο εύκολα, και μπορεί να εμφανίσουν αιμορραγίες από τη μύτη ή αιμορραγία στο στόμα ή τα ούλα (χαρακτηρίζεται αιμορραγία βλεννογόνων ). Σε κάποιες περιπτώσεις, η αιμορραγία μπορεί να είναι σοβαρή. Ασθενείς με παθολογικά υψηλό αριθμό αιμοπεταλίων μπορεί να αντιμετωπίζουν αυξημένο κίνδυνο δημιουργίας θρόμβων-υπερπηκτικότητος του αίματος, ιδιαίτερα εγκεφαλικού επεισοδίου. Δεν υπάρχει όμως ξεκάθαρη συσχέτιση αριθμού αιμοπεταλίων και θρομβωτικού κινδύνου, μάλιστα σε ιδιαίτερα υψηλές τιμές ο κίνδυνος για αιμορραγία γίνεται πάλι επικρατέστερος.
Ο χαμηλός αριθμός αιμοπεταλίων οφείλεται συχνά σε καταστροφή των αιμοπεταλίων, συνηθέστερα λόγω μιας κατάστασης που ονομάζεται Ιδιοπαθής Θρομβοπενική Πορφύρα ή ITP. Μια άλλη αιτία μπορεί να είναι η αδυναμία του μυελού των οστών να παράξει επαρκή αριθμό αιμοπεταλίων. Υπάρχουν εξετάσεις που βοηθούν να ξεχωρίσουμε τις δύο καταστάσεις, αλλά σε ορισμένες περιπτώσεις θα χρειαστεί βιοψία μυελού των οστών για να διαλευκανθεί το αίτιο. Η θεραπεία θα εξαρτηθεί από την υποκείμενη αιτία.
Ένας υψηλός αριθμός αιμοπεταλίων (θρομβοκυττάρωση) μπορεί να είναι μια φυσιολογική αντίδραση σε λοίμωξη ή αιμορραγία ή άλλες καταστάσεις. Ωστόσο, σε ορισμένες περιπτώσεις, ο μυελός των οστών μπορεί να είναι υπερβολικά ενεργός/δραστήριος και να παράγει πάρα πολλά αιμοπετάλια. Αυτή η κατάσταση είναι συνήθως ένα από τα Μυελουπερπλαστικά σύνδρομα και ονομάζεται Ιδιοπαθής Θρομβοκυττάρωση.