Κοινοποίηση

Όλο και περισσότερο τα δεδομένα κατευθύνουν στο ότι οι ασθενείς με μυέλωμα θα πρέπει να  ελέγχονται ως προς το γενετικό τους προφίλ κατά τη διάγνωση, ώστε να  βελτιστοποιείται η θεραπεία μετά τη μεταμόσχευση.

Πρόσφατη μελέτη από την Αγγλία εντόπισε συγκεκριμένες γενετικές μεταλλάξεις που προβλέπουν την πιθανότητα επιτυχίας της θεραπείας με λεναλιδομίδη.

Eπικεφαλής της μελέτης ήταν ο Martin Kaiser, Team Leader στη Μοριακή Θεραπεία του Μυελώματος στο Ινστιτούτο Έρευνας για τον Καρκίνο, και Αιματολόγος στο Royal Marsden NHS Foundation Trust: ”Το να γνωρίζουμε ποια γενετικά χαρακτηριστικά υψηλού κινδύνου υπάρχουν σε κάθε καρκίνο μπορεί να μας βοηθήσει να κάνουμε τις καλύτερες επιλογές όσον αφορά τη θεραπεία των ανθρώπων – οδηγώντας τελικά σε πιο εξατομικευμένη θεραπεία”.

Αναλύθηκαν δεδομένα από 566 ασθενείς που πήραν μέρος στην μελέτη Myeloma XI, η οποία ερευνά την αποτελεσματικότητα μιας σειράς στοχευμένων φαρμάκων, και της λεναλιδομίδης σε ασθενείς με νεοδιεγνωσθέν μυέλωμα.

Η ανάλυση έδειξε ότι το 17% αυτών των ασθενών είχαν δύο ή περισσότερα γενετικά χαρακτηριστικά υψηλού κινδύνου, ενώ το 32% είχε ένα και το 51% κανένα.

Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι οι ασθενείς με μία από τις μεταλλάξεις del(1p), del(17p) ή t(4;14) είχαν εξαιρετικό όφελος από τη συντήρηση με λεναλιδομίδη μετά από αυτόλογη μεταμόσχευση, με 40 φορές μειωμένο κίνδυνο εξέλιξης νόσου ή θανάτου σε σύγκριση με ασθενείς που απλώς τέθηκαν σε παρακολούθηση.

Αυτοί οι ασθενείς είχαν επίσης βελτιωμένη επιβίωση χωρίς εξέλιξη νόσου (το γνωστό PFS) με 57.3 μήνες σε σχέση με μόνο 10.9 για όσους ήταν υπό παρατήρηση, σύμφωνα με την εργασία που δημοσιεύτηκε στο Blood.

Κάποιο όφελος από τη λεναλιδομίδη παρατηρήθηκε επίσης σε ασθενείς με δύο γενετικούς παράγοντες υψηλού κινδύνου ή κανέναν, με τα δεδομένα να δείχνουν κατά προσέγγιση δύο φορές μειωμένο κίνδυνο εξέλιξης της νόσου ή θανάτου σε σύγκριση με ασθενείς που βρίσκονται υπό παρακολούθηση.

Ωστόσο, ενώ ονομαστικά επωφελούνταν από τη συντήρηση με λεναλιδομίδη, οι ασθενείς με δύο παράγοντες υψηλού κινδύνου φαίνεται να έχουν τα χειρότερα αποτελέσματα με μέση επιβίωση χωρίς εξέλιξη σταθερά κάτω των 24 μηνών.

Αυτοί οι ασθενείς (χαρακτηρίζονται και ως double hit)  έχουν σαφώς και άμεση ανάγκη από νέες πιο αποτελεσματικές θεραπευτικές προσεγγίσεις, ειδικά τέτοιες που να διατηρούν τις υφέσεις για μακρύτερο διάστημα.

Ασθενείς με την χρωμοσωμική βλάβη προσθήκη (1q) αποτελούν μια πιο ετερογενή σε συμπεριφορά ομάδα, αφού δεν αποκομίζουν σταθερό όφελος από τη λεναλιδομίδη, με τα αποτελέσματα να δείχνουν οριακή βελτίωση στην επιβίωση χωρίς εξέλιξη (HR 1,5) ή στη συνολική επιβίωση (HR 1,1) σε σύγκριση με ασθενείς υπό παρακολούθηση.

Οι ενδείξεις λοιπόν είναι σαφώς υπέρ συντήρησης με λεναλιδομίδη μετά από μεταμόσχευση σε ασθενείς με μυέλωμα που έχουν μεμονωμένες βλάβες του τύπου del(1p), del (17p) ή t(4;14).

Τελικά προτείνεται η χρήση εκτεταμένου γενετικού πάνελ το οποίο θα πρέπει να αναζητεί τουλάχιστον τις μεταθέσεις t(4;14 ), t(14;16)/t(14;20) καθώς και τις del(1p), gain(1q) και del(17p) για ταυτοποίηση των ασθενών που θα ωφεληθούν από ήδη διαθέσιμες ή μελλοντικές θεραπείες.

Γεώργιος Ζ. Ιωαννίδης - Αιματολόγος - Λάρισα

ΑΣΚΛΗΠΙΟΥ & ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ 25Α’
ΛΑΡΙΣΑ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Fill out this field
Fill out this field
Δώστε μια έγκυρη ηλ. διεύθυνση.
You need to agree with the terms to proceed

Επόμενο άρθρο
Nivolumab και Pembrolizumab στο λέμφωμα Hodgkin
Προηγούμενο άρθρο
Επιβίωση στο οζώδες λέμφωμα
Call Now Button