Η σιδηροπενική αναιμία είναι τόσο συχνή παγκοσμίως, που σχεδόν δεν υπάρχει ειδικότητα στην ιατρική που να μην έχει βρεθεί αντιμέτωπη με τη διάγνωση της έστω και μία φορά. Μέχρι σήμερα, η πρακτική ήταν να αντιμετωπίζεται με χορήγηση σιδήρου, σε δόση 2 με 3 φορές την ημέρα. Ώσπου μια δημοσίευση την κατέρριψε.
Αλλά γιατί η αλλαγή?
Ξεκινάει από μια ορμόνη που λέγεται εψιδίνη, που είναι ο κύριος ρυθμιστής της απορρόφησης του σιδήρου. Η εψιδίνη παράγεται από τα κύτταρα του ήπατος. Αρχικά συντίθεται ως προπεπτίδιο, και μετά από επεξεργασία απελευθερώνεται στο πλάσμα.
Υπερέκφραση αυτής της ορμόνης προκαλεί αυτό που ονομάζουμε σίδηρο-περιοριστική αναιμία. Και το αντίθετο, έλλειψη της οδηγεί σε υπερφόρτωση με σίδηρο, ή αιμοχρωμάτωση.
Αυτοί οι φαινότυποι οφείλονται στο ότι η εψιδίνη αναστέλλει την εντερική απορρόφηση και την απελευθέρωση του σιδήρου από τα μακροφάγα που έχουν ανακυκλώσει τα γηρασμένα ερυθρά αιμοσφαίρια.
Για να καταλάβουμε γιατί αυτό συμβαίνει, ας ρίξουμε μια ματιά στους ρυθμιστές του ίδιου του ρυθμιστή.
Η εψιδίνη λοιπόν ομοιοστατικά ελέγχεται από την διαθεσιμότητα του σιδήρου και την ερυθροποιητική δραστηριότητα. Πλεόνασμα σιδήρου αυξάνει την παραγωγή της, η οποία με την σειρά της αναστέλλει περαιτέρω απορρόφηση σιδήρου. Αντίστροφα, έλλειμμα σιδήρου, μειώνει την παραγωγή εψιδίνης, οδηγώντας σε βελτιωμένη απορρόφηση. Άλλοι παράγοντες που επίσης αυξάνουν την εψιδίνη, είναι η λοίμωξη και η φλεγμονή. Αυτός θεωρείται ότι είναι ένας αμυντικός μηχανισμός του οργανισμού, ώστε να περιορίσει την διαθεσιμότητα του σιδήρου στους μικροοργανισμούς.
Έχει λοιπόν ο οργανισμός αναπτύξει ένα εξελιγμένο σύστημα για να ελέγχει ανά πάσα στιγμή την διαθεσιμότητα του σιδήρου, και να αποφεύγει υψηλή ή χαμηλή παροχή, όταν κάτι τέτοιο δεν χρειάζεται.
Ας επιστέψουμε στην σιδηροπενία και την αντιμετώπιση της. Σιδηροπενικοί ασθενείς έχουν χαμηλή εψιδίνη στο αίμα, και κατά συνέπεια είναι έτοιμοι και σε θέση να απορροφήσουν τον σίδηρο που θα τους χορηγηθεί. Αν όμως τους χορηγηθούν συχνές μεγάλες δόσεις σιδήρου, αυτό θα οδηγήσει σε αύξηση των επίπεδων εψιδίνης και συνεπώς μειωμένη απορρόφηση.
Αυτό ήρθε να επιβεβαιώσει η μελέτη του Lancet: https://www.thelancet.com/journals/lanhae/article/PIIS2352-3026(17)30182-5/fulltext
Συνυπολογίζοντας τις όχι αμελητέες ανεπιθύμητες ενέργειες από την χορήγηση του σιδήρου, οδηγούμαστε στο ότι μια φορά την ημέρα, η ακόμα και μια φορά κάθε δεύτερη ημέρα, είναι ο βέλτιστος τρόπος χορήγησης. Με δεδομένο ότι τα επίπεδα εψιδίνης είναι χαμηλότερα το πρωί, πρωινή λήψη φαίνεται να βοηθάει ακόμα περισσότερο την απορρόφηση. Και όσο βελτιώνουμε την απορρόφηση, τόσο μειώνονται οι παρενέργειες και υποχωρεί η δυσανεξία.