Περιμέναμε 20 μήνες για ένα φάρμακο για να αντιμετωπίσουμε τον κορωναιό και τώρα έρχονται δύο. Νωρίτερα αυτόν τον μήνα, η ρυθμιστική αρχή φαρμάκων του Ηνωμένου Βασιλείου ενέκρινε το molnupiravir, το αντιϊκό φάρμακο που αναπτύχθηκε από τη Merck και τη Ridgeback Therapeutics. Μεταξύ των ενηλίκων με ήπιο προς μέτριο COVID που κινδύνευαν να αναπτύξουν σοβαρή ασθένεια, το φάρμακο μείωσε τις πιθανότητες νοσηλείας ή θανάτου κατά 50%.
Τώρα, η Pfizer δημοσίευσε αποτελέσματα από δοκιμές του δικού της αντιιικού φαρμάκου: paxlovid. Μείωση κινδύνου νοσηλείας ή θανάτου κατά 89% ασθενών που ανήκουν στις ευπαθείς ομάδες.
Αλλά πέρα από τα νούμερα, ποιες είναι οι διαφορές μεταξύ αυτών των δύο αντιικών;
Το Molnupiravir διακόπτει την αναπαραγωγή του ιού. Μιμείται ένα δομικό στοιχείο του γενετικού υλικού του ιού και έτσι όταν ο ιός αναπαράγεται, αυτό ενσωματώνεται στο RNA του. Αυτό δημιουργεί σφάλματα στον γενετικό κώδικα του ιού και όταν συσσωρεύονται αρκετά από αυτά, ένα ”καταστροφικό λάθος΄΄ σήμα σταματά την αναπαραγωγή του ιού εντελώς. Αυτή η ισχυρά καταστροφική διαδικασία ενέπνευσε τους ερευνητές κατά την ανάπτυξη του φαρμάκου – πήρε το όνομά του από τον Mjölnir, το σφυρί που χειριζόταν ο θεός της βροντής Thor.
Το Paxlovid σταματά επίσης την αναπαραγωγή του ιού, αλλά με εντελώς διαφορετικό τρόπο. Λειτουργεί δεσμεύοντας ένα ένζυμο – που ονομάζεται πρωτεάση – για να σταματήσει τη λειτουργία του. Ο κορωνοϊός χρειάζεται αυτό το ένζυμο να είναι λειτουργικό ώστε να αναπαραχθεί.
Το ότι δύο διαφορετικές κατηγορίες αντιικών πέτυχαν είναι εξαιρετικά νέα, και ένας επιπλέον λόγος είναι ότι δύο πολύ διαφορετικά φάρμακα είναι πολύ πιο πιθανό να είναι χρήσιμα και σε συνδυασμό, σε αντίθεση με κάποια άλλα που έχουν κοινό τρόπο δράσης.
Τα φάρμακα αυτά ενδέχεται να παίζουν ρόλο και από τον COVID19. Το Molnupiravir και ανάλογα φάρμακα μπορεί να φανούν αποτελεσματικά και έναντι άλλων ασθενειών που οφείλονται σε RNA ιούς. Η πραγματικότητα είναι δε, ότι το molnupiravir ξεκίνησε να αναπτύσσεται όχι με γνώμονα τον COVID, αλλά ως θεραπεία για τη γρίπη και τον ιό του αναπνευστικού συγκυτίου.
Αντίθετα, η πρωτεάση που μπλοκάρεται από το φάρμακο της Pfizer βρίσκεται στους περισσότερους κορωναϊούς, προσφέροντας ελπίδα ότι δεν θα αντιμετωπίσουμε ποτέ ξανά έναν νέο συγγενή του Sars ή του Mers χωρίς φάρμακα.
Πώς θα τα χρησιμοποιήσουμε;
Το πρώτο πράγμα που πρέπει να επισημάνουμε είναι ότι τα στοιχεία της Pfizer δεν είναι παρά ενδιάμεσα αποτελέσματα και δεν έχουν ακόμη αναθεωρηθεί συγκεντρωτικά και τελικά. Οι ρυθμιστικές αρχές θα πρέπει να εξετάσουν προσεκτικά αυτά τα αποτελέσματα πριν εγκριθεί το paxlovid. Ακόμα κι αν όλα πάνε καλά, είναι απίθανο να είναι διαθέσιμο πριν το 2022. Προς το παρόν, θα χρησιμοποιείται μόνο το molnupiravir.
Ένα βασικό χαρακτηριστικό και των δύο φαρμάκων είναι ότι μπορούν να λαμβάνονται από το στόμα, και επομένως οι ασθενείς θα τα παίρνουν στο σπίτι, γεγονός που τα διαφοροποιεί από άλλες θεραπείες όπως τα μονοκλωνικά αντισώματα –που χορηγούνται αποκλειστικά ενδοφλεβίως.
Αυτό είναι σημαντικό γιατί μπορεί να είναι απίστευτα δύσκολο να αντιμετωπιστεί μια οξεία λοίμωξη όπως ο COVID19 ή η γρίπη με αντιιικά φάρμακα. Η αρχή που διέπει μια τέτοια θεραπεία είναι η εξής: επιβραδύνουμε τον ιό, ώστε να δώσουμε χρόνο στο ανοσοποιητικό σύστημα να μπορεί να νικήσει τη λοίμωξη πριν η ζημιά πάρει έκταση – κι αυτό μόνο εύκολο δεν είναι να επιτευχθεί άμεσα.
Το Molnupiravir, για παράδειγμα, θα πρέπει να λαμβάνεται όσο το δυνατόν συντομότερα μετά τη θετική εξέταση (και εντός πέντε ημερών από την έναρξη των συμπτωμάτων). Είναι ευεργετικό όταν χορηγείται εντός τριών έως πέντε ημερών από την έναρξη των συμπτωμάτων. Όταν κάποιος έχει επιδεινωθεί και διακομίζεται στο νοσοκομείο με δύσπνοια, μπορεί να είναι πολύ αργά για αυτές τις θεραπείες. Η δυνατότητα λοιπόν χορήγησης αυτών των φαρμάκων σε άτομα στο σπίτι και όχι στο νοσοκομείο είναι ένα μεγάλο πλεονέκτημα.
Αλλά πρέπει και να ξέρουμε και σε ποιον θα τα χορηγήσουμε. Δεν μπορούμε να προσφέρουμε προληπτικά αντιικά σε οποιονδήποτε με λοίμωξη του αναπνευστικού, ή ακόμα και μόνο στις 5.000-8.000 άτομα που βγαίνουν θετικά στον COVID κάθε μέρα στην Ελλάδα. Πρέπει να γνωρίζουμε ακριβώς ποιοι θα ωφεληθούν και να τους εντοπίσουμε άμεσα.
Μέχρι τώρα, γνωρίζουμε καλά ποιοι τύποι ασθενών είναι πιο ευάλωτοι σε σοβαρή προσβολή και νόσηση, και με αυτό γνώμονα θα πρέπει να ετοιμάσουμε κατευθυντήριες οδηγίες.
Τα εμβόλια κατά του COVID σημείωσαν επιτυχία στην πρόληψη σοβαρής νόσησης. Τα εμβόλια όμως δεν είναι 100% αποτελεσματικά και η εξασθένιση της ανοσίας φαίνεται να είναι ένα πρόβλημα. Ως εκ τούτου, ορισμένα πλήρως εμβολιασμένα άτομα εξακολουθούν να νοσηλεύονται και μάλιστα μπορεί και βαριά.
Υπάρχουν επίσης κατηγορίες ασθενών– όπως αυτοί με ορισμένες παθήσεις ή όσοι λαμβάνουν συγκεκριμένα φάρμακα – των οποίων το ανοσοποιητικό σύστημα δεν ανταποκρίνεται ικανοποιητικά στον εμβολιασμό. Τα αντιϊκά μπορεί να είναι σε θέση να καλύψουν αυτά τα κενά στην προστασία. Αλλά χρειαζόμαστε περισσότερα. Τα αντιιικά φάρμακα είναι δύσκολο να αναπτυχθούν και επιτυχίες όπως το molnupiravir και το paxlovid είναι ζωτικής σημασίας.
Τέλος, τι γίνεται με την αντίσταση; Δυστυχώς, η χρήση αντιικών ενέχει τον κίνδυνο οι ιοί να εξελιχθούν ώστε να δραπετεύσουν από αυτά. Ωστόσο, αυτό που είναι συναρπαστικό με το molnupiravir είναι ότι είναι δύσκολο να φανταστούμε ότι ο ιός μπορεί να βρει τρόπο να διαφύγει από το ”καταστροφικό σήμα” που εκπέμπει το φάρμακο στο γενετικό του υλικό. Αλλά ακριβώς όπως αγωνιζόμαστε να αποφύγουμε την αντίσταση στα αντιβιοτικά, έτσι και η προσεκτική χρήση αυτών των αντιικών θα είναι απαραίτητη.