Η έξαρση των εξετάσεων για έλεγχο επιπέδων βιταμίνης D και χορήγησης συμπληρωμάτων, είναι παγκόσμιο φαινόμενο που χρονολογείται από λίγων ετών. Πρόσφατα, ένα από τα πιο έγκριτα ιατρικά περιοδικά, το New England Journal of Medicine δημοσίευσε ένα άρθρο¹ σχετικά με τη βιταμίνη D και την πρόληψη του καρκίνου. Η επιτροπή που το συνέταξε κατέληξε στο συμπέρασμα ότι για αποτελέσματα πέρα από την υγεία των οστών, συμπεριλαμβανομένης της πρόληψης του καρκίνου, τα διαθέσιμα στοιχεία είναι ελλιπή και ασαφή. Τα περισσότερα στοιχεία προέρχονται από εργαστηριακές μελέτες, οικολογικές συσχετίσεις και μελέτες παρατήρησης. Για να προκληθεί επιπλέον σύγχυση, τα χαμηλά επίπεδα βιταμίνης D συνδέονται επίσης με παράγοντες που από μόνοι τους τους συνδέονται με τον υψηλό κίνδυνο καρκίνου. Για παράδειγμα: παχυσαρκία, έλλειψη σωματικής άσκησης, σκούρα δερματική χρώση και διατροφή.
Η θεωρία ότι η βιταμίνη D μπορεί να βοηθήσει στην πρόληψη του καρκίνου είναι βιολογικά αληθοφανής. Γνωρίζουμε ότι εκτός από τον έλεγχο του μεταβολισμού του ασβεστίου, η βιταμίνη D ελέγχει πάνω από 2000 γονίδια και παρεμβαίνει στη λειτουργία πολλών ιστών.
Ο υποδοχέας της βιταμίνης D εκφράζεται ευρέως, και εργαστηριακές έρευνες αποδεικνύουν ότι η βιταμίνη D μπορεί να προάγει την κυτταρική διαφοροποίηση, να αναστέλλει τον πολλαπλασιασμό των καρκινικών κυττάρων και να έχει αντιφλεγμονώδεις, προαποπτωτικές και αντι-αγγειογενετικές ιδιότητες. Αυτό μπορεί να υποδηλώνει ένα ρόλο στην πρόληψη του καρκίνου, αλλά από την άλλη, δεν αποδεικνύει τίποτα.
Αρχικά, δεν υπάρχει ομοφωνία γύρω από το ποιό θεωρείται ιδανικό επίπεδο βιταμίνης D. Επίπεδα στο αίμα κάτω από 5-10 ng/ml (12.5-25 nmol/L) συμφωνούμε ότι δηλώνουν ανεπάρκεια. Άλλοι προτείνουν ένα επίπεδο 20 ng/ml (50 nmol/L) ως επαρκές, με βάση τα ευρήματα που προκύπτουν από ανάλυση σύστασης οστών.
Αρκετές μελέτες παρατήρησης έχουν δείξει ότι τα άτομα που λαμβάνουν συμπληρώματα βιταμίνης D μπορεί να έχουν μικρότερο κίνδυνο για πολλές ασθένειες. Αλλά οι άνθρωποι που καταναλώνουν βιταμίνες είναι συνήθως πολύ διαφορετικοί ως προς τον τρόπο ζωής από όσους δεν παίρνουν βιταμίνες. Συχνά έχουν υψηλότερο εισόδημα και έχουν λιγότερες πιθανότητες να καπνίζουν, είναι λιγότερο πιθανό να είναι υπέρβαροι και είναι πιο πιθανό να έχουν ασφάλιση υγείας, – στοιχεία τα οποία συνδέονται στενά με χαμηλότερο κίνδυνο πολλών νοσημάτων, συμπεριλαμβανομένων καρδιαγγειακών και καρκίνων. Αντίστροφα, η κακή υγεία μπορεί να οδηγήσει σε λιγότερη έκθεση στον ήλιο ή σε μια φτωχότερη δίαιτα. Η βιταμίνη D είναι όπως πολλά μικροθρεπτικά συστατικά που έχουν συνδεθεί με καρκίνο όπως το βήτα καροτένιο και το σελήνιο. Τυχαιοποιημένες κλινικές δοκιμές για τα οφέλη αυτών των ουσιών ήταν ομόφωνα αρνητικές.
Φαίνεται λοιπόν, ότι μπορεί να υπάρχουν πολλοί τρόποι με τους οποίους ένα εύρημα μπορεί να σχετίζεται με μια νόσο, αλλά το ζητούμενο ήταν και παραμένει το να αποδείξεις σχέση αιτίου-αιτιατού.
Ένα παράδειγμα: Στις αιματολογικές κακοήθειες, νόσο Hodgkin και ΧΛΛ, χαμηλά επίπεδα βιταμίνης D σχετίστηκαν με δυσμενέστερη πρόγνωση. Είναι όμως αυτή η αιτία ή απλά μια ένδειξη βιολογικά πιο επικίνδυνης νόσου; Στη ΧΛΛ για παράδειγμα, ο χαμηλός αιματοκρίτης υποδηλώνει πιο προχωρημένο στάδιο και χειρότερη πρόγνωση για τη νόσο. Το πρόβλημα είναι ότι η ΧΛΛ ρίχνει τον αιματοκρίτη επειδή καταστρέφει το μυελό των οστών, και η αύξηση του αιματοκρίτη τεχνητά με μετάγγιση αίματος ή χορήγηση ερυθροποιητίνης δεν πρόκειται να αλλάξει την πρόγνωση.
Ένας πιθανός λόγος για το ότι η χαμηλή βιταμίνη D είναι ένας κακός προγνωστικός παράγοντας είναι ότι δρα προστατευτικά απέναντι στη ΧΛΛ και αν ο ασθενής έχει χαμηλά επίπεδα, χάνεται αυτή η προστασία. Εξίσου πιθανό όμως είναι μια επιθετική ΧΛΛ να καταναλώνει την βιταμίνη D, ρίχνοντας έτσι τα επίπεδα της. Σε μια τέτοια περίπτωση, εάν χορηγήσουμε περισσότερη D, είναι σα να ρίχνουμε λάδι στη φωτιά.
Σαν να μη φτάνουν τα παραπάνω, τα επιθυμητά επίπεδα της βιταμίνης διαφέρουν από μελέτη σε μελέτη χωρίς να γνωρίζουμε ακριβώς τι στόχο πρέπει να θέσουμε για να πετύχουμε το επιθυμητό αποτέλεσμα. Ο καρκίνος του παχέος εντέρου είναι ίσως η νεοπλασία για την οποία φαίνεται να έχουμε τη μεγαλύτερη συσχέτιση με τιμές βιταμίνης D. Μια μέτα-ανάλυση 5 μελετών υποδηλώνει ότι οι ασθενείς με επίπεδα ορού 25-υδροξυ βιταμίνης D πάνω από 33 ng/ml είχαν μόνο το μισό κίνδυνο καρκίνου του παχέος εντέρου σε σχέση με αυτούς με επίπεδα κάτω από 12ng/ml.
Εκεί που καταλήγουμε μετά από όλα αυτά, είναι ότι μέχρι στιγμής οι μελέτες που προσπαθούν να συσχετίσουν χαμηλά επίπεδα βιταμίνης D με χρόνια νοσήματα ή καρκίνο πάσχουν. Είτε είναι επιδημιολογικές, ή μικρές μελέτες παρατήρησης, ή σχεδιάστηκαν κα υποστηρίχθηκαν από φαρμακευτικές εταιρείες. Μια μεγάλη τυχαιοποιημένη μελέτη που να δείχνει ότι έλλειψη βιταμίνης D συντελεί στην εμφάνιση ή χειροτερεύει την πρόγνωση των κακοηθειών, και ότι η αναπλήρωση της προσφέρει το ανάλογο όφελος, ειναι αυτό που χρειαζόμαστε για να αρχίσουμε να ελέγχουμε τους ασθενείς, και να χορηγούμε συμπληρώματα σε όσους χρειάζεται.