Ελπίζω να είναι από τις τελευταίες μου αναρτήσεις γύρω από το θέμα. Τουλάχιστον για το καλοκαίρι. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι αυτό που πετύχαμε σαν κράτος στην πανδημία αυτή είναι τεράστιο. Ο πολύ μικρός αριθμός θυμάτων οφείλεται στον αποτελεσματικότατο περιορισμό των κρουσμάτων. Υπήρξε όμως μεγάλη διαφορά στα ποσοστά θανάτων σε χώρες όπου τα κρούσματα ήταν πολλαπλάσια. Ας συγκρίνουμε το Ηνωμένο Βασίλειο και τη Γερμανία για να προσπαθήσουμε να εξηγήσουμε τα σχετικά χαμηλά ποσοστά θνησιμότητας στη Γερμανία. Οι χώρες έχουν συγκρίσιμες και πολύ υψηλού επιπέδου και οι δύο υποδομές υγείας. Οι απαντήσεις είναι μερικές φορές αντιφατικές. Φαίνεται λοιπόν ότι το χαμηλό γερμανικό ποσοστό θνησιμότητας δεν οφείλεται στις υποδομές, αλλά μάλλον στο γεγονός ότι ο μέσος Γερμανός είναι λιγότερο πιθανό να μολυνθεί και να πεθάνει από τον μέσο Βρετανό. Γιατί; Υπάρχουν διάφορες πιθανές εξηγήσεις, αλλά αυτό που φαίνεται όλο και πιο πιθανό, είναι ότι η Γερμανία έχει περισσότερα ανοσολογικώς ανθεκτικά άτομα, άτομα δηλαδή που είναι αδιαπέραστα από μόλυνση, ίσως επειδή είναι γεωγραφικά απομονωμένα ή έχουν κάποιο είδος φυσικής αντίστασης. Αυτό είναι σαν τη σκοτεινή ύλη στο σύμπαν: δεν μπορούμε να τη δούμε, αλλά ξέρουμε ότι πρέπει να είναι εκεί για να εξηγεί αυτό το φαινόμενο. Γνωρίζοντας ότι υπάρχει, είναι χρήσιμο για τo πως θα προετοιμαστούμε για οποιοδήποτε δεύτερο κύμα υπάρξει. Πολύ απλά, διότι υποδηλώνει ότι ο στοχευμένος έλεγχος εκείνων που διατρέχουν υψηλό κίνδυνο έκθεσης στο Covid-19 μπορεί να είναι μια καλύτερη προσέγγιση συγκριτικά με τον αδιάκριτο έλεγχο ολόκληρου του πληθυσμού.
Θα υπάρξει όμως δεύτερο κύμα; Τα επιδημιολογικά μοντέλα υποστηρίζουν την ιδέα ότι ο πληθυσμός προστατεύεται σε κάποιο βαθμό από την ανοσία που αποκτήθηκε κατά το πρώτο κύμα. Tα ποσοστά ανοσίας αυτή τη στιγμή, ακόμα και στα μεγαλύτερα αστικά κέντρα διεθνώς, δεν ξεπερνάνε το 15-20%. Η πραγματική ανησυχία είναι μήπως το δεύτερο κύμα εξαπλωθεί όταν η έστω και μικρή ανοσία που σχηματιστηκε αρχίσει να φθίνει. Εξετάζεται μια σειρά υποθέσεων, που βασίζονται σε από μια πολύ μικρής διάρκειας ανοσία – όπως συμβαίνει με ένα κοινό κρυολόγημα – μέχρι ανοσία που διαρκεί για δεκαετίες. Για κάθε ενδεχόμενο, μπορούμε και να υπολογίσουμε την πιθανότητα να εμφανιστεί ένα δεύτερο κύμα και πότε. Είναι πολύ πρώιμο και ανεύθυνο όμως να μιλήσουμε με περισσότερη βεβαιότητα για το τι και πότε θα συμβεί. Αλλά είναι και εξαιρετική ευκαιρία με τα πρωτόκολλα ελέγχου και ιχνηλάτησης που διαθέτουμε να προλάβουμε εκπλήξεις, και να μεταθέσουμε την εμφάνιση του δέυτερου κύματος για τότε όταν τα εμβόλια και οι θεραπείες θα είναι έτοιμες, όπως δεν ήταν πριν το πρώτο κύμα.