Η Oξεία Μυελογενής Λευχαιμία απαντάται πιο συχνά σε ηλικιωμένα άτομα. Εκεί είναι που δυστυχώς και οι θεραπευτικές επιλογές στενεύουν, και η πρόγνωση επιβαρύνεται. Αυτοί οι ασθενείς υποβάλλονται συνήθως σε μη εντατικές θεραπείες. Πρόσφατα αναπτυχθήκαν στατιστικά μοντέλα για να μπορούν να βοηθήσουν στην πρόβλεψη του κινδύνου πρόωρου θανάτου σε αυτή την ομάδα ασθενών.
Στο ετήσιο συνέδριο της Αμερικανικής Εταιρείας Αιματολογίας το 2021, οι ερευνητές παρουσίασαν στατιστικά μοντέλα χρησιμοποιώντας δεδομένα από την κλινική μελέτη LI-1, στην οποία συμμετείχαν 796 ασθενείς με μέση ηλικία τα 75 έτη, η οποία διεξήχθη από το Συμβούλιο Ιατρικής Έρευνας του Ηνωμένου Βασιλείου/Εθνικό Ινστιτούτο Έρευνας για τον Καρκίνο (MRC/NCRI).
Στη συνέχεια, επικύρωσαν την ακρίβεια των μοντέλων, αντιπαραβάλλοντας τα με δεδομένα από 540 ασθενείς, των οποίων η διάμεση ηλικία ήταν 77 έτη, οι οποίοι είχαν εγγραφεί σε τρεις κλινικές μελέτες λευχαιμίας που πραγματοποιήθηκαν από το SWOG Cancer Research Network, με έδρα τις ΗΠΑ.
Τα μοντέλα χρησιμοποιούν την ηλικία του ασθενούς και δείκτες για την υγεία του, όπως την κατάσταση ικανότητας, τον αριθμό των λευκών αιμοσφαιρίων και των αιμοπεταλίων, την παρουσία ή την απουσία μιας συγκεκριμένης γενετικής μετάλλαξης (στο γονίδιο NPM1) και αρκετές μετρήσεις που καταγράφονται από τον ίδιο τον ασθενή σχετικές με την ποιότητα ζωής του.
Η ομάδα διαπίστωσε ότι, παρόλο που όλα τα μοντέλα της είχαν μερική μόνο επιτυχία στην πρόβλεψη του πρώιμου θανάτου και στις δύο ομάδες ασθενών (MRC/NCRI και SWOG), τα πιο αποτελεσματικά μοντέλα ήταν εκείνα που ενσωμάτωσαν αρκετές βαθμολογίες για την ποιότητα ζωής από το QLQ- C30, ένα ευρέως χρησιμοποιούμενα ερωτηματολόγιο.
Οι μελετητές αναφέρουν ότι τα αποτελέσματά τους αποδεικνύουν, πόσο ρεαλιστικά δύσκολο είναι να προβλέψεις την επιβίωση σε ασθενείς που λαμβάνουν μη εντατική χημειοθεραπεία, βασιζόμενος σε απλούς καθημερινούς δείκτες.
Η Megan Othus, του Fred Hutchinson ερευνητικού κέντρου στο Σιάτλ, δήλωσε: ”Η δημιουργία προγνωστικών μοντέλων που θα είναι πιο ακριβή και χρήσιμα, απαιτεί την συλλογή πληροφοριών από πρόσθετες εξετάσεις αίματος και τοξικότητας που θα συλλέγονται στα αρχικά στάδια της θεραπείας, ή πληροφορίες από πρόσθετα στοιχεία που θα αναφέρει ο ίδιος ο ασθενής.