Το ίδιο θέμα ξανά και ξανά. Ασχολήθηκα και στο παρελθόν. Θρομβοφιλία και αποβολές ή παλίνδρομη κύηση, ή οποιοσδήποτε μη επιθυμητός τερματισμός κύησης. Δύο παράγοντες εμποδίζουν συνήθως την τεκμηριωμένη αξιολόγηση και θεραπεία γυναικών που η εγκυμοσύνη τους δεν προχώρησε: Αναμενόμενα φορτισμένοι συναισθηματικά γονείς, διατεθιμένοι να ”κάνουν οτιδήποτε” για να έχουν ένα επιτυχημένο αποτέλεσμα στην επόμενη εγκυμοσύνη, και επομένως να αποδέχονται μη αποδεδειγμένες και περιττές επεμβατικές θεραπείες, και από την άλλη η αβεβαιότητα των γιατρών σε συνδυασμό με τον ζήλο τους να ”προσπαθήσουν τα πάντα” σε αυτό το ίδιο πλαίσιο.
Προς το παρόν, εν μέσω ενός μεγάλου και ετερογενούς συνόλου υποκείμενων αιτίων, οι κληρονομικές θρομβοφιλίες φαίνεται, στην καλύτερη περίπτωση, να συνεισφέρουν μόνο ασθενώς στην αρνητική έκβαση μιας εγκυμοσύνης. Όπως πάντα, στατιστική συσχέτιση δεν προεξοφλεί και την αιτιολογική συσχέτιση, και ακόμη και αν έχει τεκμηριωθεί αιτιολογική συσχέτιση (κάτι δηλαδή αντίστοιχο με την χρήση καπνού και τον καρκίνο του πνεύμονα), μόνο εάν έχουμε στη διάθεσή μας αποτελεσματικές θεραπείες δικαιολογείται ένας τέτοιος έλεγχος ρουτίνας. Αυτό όμως δεν ισχύει για την κληρονομική θρομβοφιλία. Ως εκ τούτου, δεν είναι δυνατόν να προτείνεται βάσιμα μια τέτοια πρακτική ελέγχου θρομβοφιλίας σε γυναίκες με ατυχείς εγκυμοσύνες. Η αυξημένη δε συχνότητα τέτοιων μεταλλάξεων/πολυμορφισμών στον γενικό πληθυσμό, είναι ένας ακόμα λόγος ώστε να μην δικαιολογείται η διενέργεια αυτών των εξετάσεων όταν σκοπός είναι η μακροπρόθεσμη βελτίωση της μητρικής υγείας, καθώς και αυτή η προσέγγιση δεν έχει αποδειχθεί ότι παρέχει καθαρό όφελος. Αντίθετα, έχει αρνητικές επιπτώσεις, που σχετίζονται με το περιττό άγχος, τις πιθανές οικογενειακές συνέπειες που προκύπτουν από μια τέτοια γενετική πληροφορία, και σε κράτη με διαφορετικό σύστημα κοινωνικής και ατομικής ασφάλισης ακόμα και στο προφίλ ασφαλιστικού κινδύνου.