Η κρίση του κορωναϊού με έφερε για άλλη μια φορά αντιμέτωπο με το, οδυνηρό για μένα, ερώτημα που με απασχολεί, με συνεχώς αυξανόμενη ένταση, από την εφηβεία μου μέχρι σήμερα: Σε τι οφείλεται η ιδιαιτερότητα, ίσως και η μοναδικότητα της ελληνικής κοινωνίας; Γιατί τα ίδια ακριβώς θέματα, τα ίδια ερωτήματα, οι ίδιες διαφωνίες και διχογνωμίες, παίρνουν τόσο τοξική, πολεμική, αντιπαραγωγική και αυτοκαταστροφική μορφή στην Ελλάδα, όταν σε άλλες κοινωνίες οδηγούν σε γόνιμο διάλογο και αντιπαράθεση, συχνά έντονη αλλά συνήθως παραγωγική και δημιουργική;
Με αφορμή την διαφορά στην αντιμετώπιση των εξαγγελιών για τη χρήση μάσκας και για την ευαισθησία των παιδιών στον Covid-19 σε σχέση με το άνοιγμα των σχολείων, ο Τσιόδρας λέει ακριβώς το ίδιο που λένε οι αντίστοιχοι “Τσιόδρες”, τουλάχιστον σε όλη την Ευρώπη, τα ίδια που λένε οι ευρωπαϊκοί και διεθνείς οργανισμοί υγείας και οι περισσότεροι ειδικοί (με έμφαση στο “ειδικοί”) επιστήμονες. Παντού τίθεται μετ’ επιτάσεως το ερώτημα: γιατί άλλαξαν οι συστάσεις και η χρήση μάσκας από “επικίνδυνη” έγινε “χρήσιμη”, “προτεινόμενη” και τελικά “υποχρεωτική”; Γιατί τα παιδιά που αρχικά παρουσιάζονταν ως “βόμβες ιών”, τώρα εμφανίζονται ως σχεδόν άτρωτα, ως και αναχώματα κατά του ιού; Και παντού οι απαντήσεις είναι οι ίδιες. Η επίκληση της εξέλιξης και ωρίμανσης των επιστημονικών μελετών, από την αρχική μηδενική γνώση του ιού μέχρι σήμερα είναι η ίδια, όπως και οι επικαλούμενες μελέτες. Η εξελικτική αλλαγή της σχέσης βλάβης και οφέλους, απαραίτητο ισοζύγιο σε κάθε επέμβαση στον τομέα της υγείας, παραμένει σταθερό υπόβαθρο ερμηνείας κάθε κίνησης.
Φυσικά και υπάρχουν παντού διαφωνίες και αμφισβητήσεις, συχνά έντονες. Αλλά διεξάγεται διάλογος, όχι πόλεμος χαρακωμάτων. Κανείς δεν διανοείται να ισχυριστεί ότι η μία ή η άλλη απόφαση οφείλεται στο ότι, για παράδειγμα η χρήση ή όχι των μασκών, οφείλεται στο ότι συγγενής κάποιου υπουργού, πρωθυπουργού ή άλλου, παράγει μάσκες. Φυσικά δεν είναι όλοι αγγελικά πλασμένοι. Για παράδειγμα, στο Βέλγιο η κυβέρνηση της Φλάνδρας, ελεγχόμενη από το εθνικιστικό N-VA, ανακοίνωσε ότι θα ανοίξει τα σχολεία την Παρασκευή 15 Μαΐου, γνωρίζοντας ότι λίγη ώρα αργότερα η ομοσπονδιακή κυβέρνηση θα ανακοίνωνε το άνοιγμά τους την Δευτέρα, 18 Μαΐου. Ανομολόγητος στόχος να καταδείξει ότι οι Βαλλόνοι είναι πιο “χαλαροί” και “τεμπέληδες” από τους Φλαμανδούς, πάγιος ισχυρισμός των εθνικιστών που επιθυμούν διάσπαση της χώρας.
Όμως αυτή η στάση βυθίστηκε αμέσως στην απέχθεια που προκαλούν αυτή τη στιγμή οι διασπαστικές κινήσεις στη συντριπτική πλειοψηφία της κοινωνίας, ένθεν κακείθεν της γλωσσικής διαχωριστικής γραμμής του Βελγίου. Όπως η ίδια κοινωνία τιμώρησε το ίδιο κόμμα, όταν με τις ίδιες σκοπιμότητες έριξε την ομοσπονδιακή κυβέρνηση συνασπισμού στην οποία συμμετείχε προσπαθώντας να εμφανιστεί σκληρό στο θέμα της μετανάστευσης, έναντι της προερχόμενης από τη Βαλλονία “χαλαρότητας” .
Και εκεί βρίσκεται η διαφορά. Τίποτα από τα όσο συμβαίνουν στην Ελλάδα δεν αποτελούν ελληνική μοναδικότητα. Παρόμοιες συμπεριφορές, ακόμα και οι πλέον ακραίες, υπάρχουν παντού. Η διαφορά βρίσκεται στο κατά πόσο αποκτούν επαρκή κρίσιμη μάζα (ή ιικό φορτίο για να είμαστε στην επικαιρότητα) ώστε να δίνουν τον τόνο στην κοινωνία και στο κατά πόσο η κοινωνία προβάλει αντιστάσεις, μετατρέποντάς τις σε περιθωριακές. Μπορεί στην Ελλάδα παρόμοιες συμπεριφορές να αναζητούνται με τον μικροσκόπιο και να προβάλλονται σε μεγέθυνση προκειμένου να συμβάλλουν στην νομιμοποίηση συγκεκριμένων πρακτικών, όμως στην πραγματικότητα είναι ως ακραία περιθωριακές.
Το ερώτημα που πάντα με βασάνιζε ήταν το “γιατί”. Γιατί κάτι που σχεδόν παντού είναι περιθωριακό, στην Ελλάδα δείχνει να σέρνει ολόκληρη την κοινωνία;
Κατά τη διαδικασία αυτή της μετάβασης από τον απόλυτο ατομισμό στην ένταξη σε έναν κοινωνικό περίγυρο, το άτομο απορροφά κανόνες, αξίες, συνήθειες, ήθη και έθιμα που το εντάσσουν σε μια συγκεκριμένη κοινωνία. Σε αντάλλαγμα μπορεί να αντλεί σημαντικό βαθμό ασφάλειας από τη δυνατότητα πρόβλεψης του μέλλοντος. Ξέρει, για παράδειγμα, με μεγάλη βεβαιότητας, ότι αν χαμογελάσει σε κάποιον, κατά πάσα πιθανότητα θα του χαμογελάσει και αυτός, ενώ αν τον φτύσει κατάμουτρα, μάλλον θα εισπράξει σφαλιάρα. Ή ότι αν περάσει με πράσινο μια διασταύρωση κατά πάσα πιθανότητα θα φτάσει σώος στην απέναντι πλευρά ενώ αν περάσει με κόκκινο το πιθανότερο είναι να συγκρουστεί.
Το τελευταίο παράδειγμα μας οδηγεί στις υποψίες για το κατά πόσο η Διαδικασία της Κοινωνικοποίησης στην Ελλάδα είναι ατελής. Διότι ο Έλληνας έχει πολύ μικρότερη βεβαιότητα για το μέλλον απ’ ότι τα μέλη άλλων κοινωνιών της ίδιας ηπείρου. Όταν περάσει με πράσινο, ξέρει ότι υπάρχει μικρότερη πιθανότητα να τον χτυπήσει κάποιος, σίγουρα όμως όχι και βεβαιότητα. Το μέλλον παραμένει αβέβαιο για στοιχειώδη καθημερινά πράγματα. Υπάρχουν περιπτώσεις ξένων επισκεπτών που πλήρωσαν με τη ζωή τους ή με τη σωματική τους ακεραιότητα και τουλάχιστον με την ψυχική τους ηρεμία την αυθόρμητη βεβαιότητά τους ότι είναι ασφαλείς διασχίζοντας ελληνικό δρόμο από κάποια διαγραμμισμένη διάβαση πεζών.
Τα μέλη αυτών των κοινωνιών έχουν κοινωνικοποιηθεί μαθαίνοντας ότι η ισχυρότερη πίεση για συμμόρφωση προς τους κανόνες μιας κοινωνίας δεν είναι οι προβλεπόμενες ποινές αλλά η κοινωνική πίεση, η πίεση δια της αποδοκιμασίας ή της επιδοκιμασίας, που ασκείται από τα υπόλοιπα μέλη της κοινωνίας. Γι αυτό δεν διανοείται κανείς πεζός να περάσει με κόκκινο στη Γερμανία. Φροντίζουν γι αυτό τα βλέμματα οργισμένης αποδοκιμασίας όλων όσοι βρίσκονται δίπλα του. Γι αυτό κι εγώ έσβησα μόνο μια φορά (όταν ακόμα κάπνιζα) το τσιγάρο μου κάτω σε κεντρικό δρόμο του Λονδίνου. Και γι αυτό έμαθα να λέω καλημέρα στον οδηγό, μπαίνοντας στο λεωφορείο.
Κάθε μέλος αυτών των κοινωνιών όπως και κάθε υποκείμενη συλλογική οντότητα, μπορεί με σχεδόν απόλυτη ασφάλεια να προβλέψει πως, σε περίπτωση που φανεί ότι επιθυμεί ή, το χειρότερο, επιδιώκει βλάβη της κοινωνίας του προκειμένου να αντλήσει οφέλη, θα υποστεί το μέγιστο των κυρώσεων από τα υπόλοιπα μέλη της. Ένα πολιτικό κόμμα που θα δείξει ότι επιχαίρει για σφάλματα και αποτυχίες μιας κυβέρνησης, ακόμα χειρότερα αν εύχεται αυτή την αποτυχία, έχει με βεβαιότητα χάσει την δυνατότητα να του δοθεί η ευκαιρία να τα διορθώσει στο μέλλον.
Γιατί μέρος της ελληνικής κοινωνίας μπορεί να αισθάνεται ότι δεν συμβαίνει το ίδιο, με την ίδια ένταση, στην Ελλάδα; Γιατί η Διαδικασία Κοινωνικοποίησης αφήνει τέτοια περιθώρια;
Μια ερμηνεία μπορεί να αναζητηθεί όχι στην πληρότητα ή μη της ίδιας της διαδικασίας αλλά στο ποιο περιβάλλον αφορά η κοινωνικοποίηση. Εμπειρικά διαπιστώνει κανείς ότι στην Ελλάδα η πρώιμη διαδικασία κοινωνικοποίησης βλέπει ως κοινωνία πρώτα την οικογένεια και στη συνέχεια κάποιο είδος φατρίας. Στο πλαίσιο αυτής της προσέγγισης υπερτονίζεται ο θετικός ρόλος του “δικού μας” (μέλους της οικογένειας, μέλους της φατρίας) έναντι της απειλής “των άλλων”, όλων όσοι είναι εκτός της οικογένειας, της φατρίας, της γεωγραφικής, θρησκευτικής, επαγγελματικής, ιδεολογικής, ακόμα και αθλητικής, “δικής μας” ομάδας. Ο “δικός μας” επενδύεται αυτομάτως με όλα τα θετικά στοιχεία ενώ “ο άλλος” με όλα τα αρνητικά. Συνεχίζοντας την ίδια λογική, αν ο δικός μας απομακρυνθεί από τη λογική της οικογένειας, της φατρίας κλπ, αντιμετωπίζεται χειρότερα από “τον άλλον”, ως “προδότης” που δεν μπορεί παρά να είχε ταπεινά κίνητρα.
Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο, η επιθυμία και η επιδίωξη “να ψοφήσει η κατσίκα του γείτονα” δεν προκαλεί αποστροφή και αποδοκιμασία γιατί, απλούστατα, αφορά τον γείτονα, τον άλλον, κάποιον εξ ορισμού απέναντι στην κοινωνία με την στοιχειώδη αυτή μορφή.
Με την ίδια λογική, η επιθυμία ή και η επιδίωξη να πληγεί η χώρα δεν φαίνεται τόσο αποκρουστική, από τη στιγμή που η χώρα αντιμετωπίζεται ως λάφυρο μιας φατρίας των άλλων, μέχρι να βρεθεί στα χέρια “των δικών μας”.
Αυτό όμως, δεν αρκεί για να ερμηνεύσει την ιδιαιτερότητα της ελληνικής κοινωνίας. Ακόμα και η προσθήκη των ιστορικών συνθηκών που συνδιαμόρφωσαν την ψυχοσύνθεση της περιοχής, οι αλληλεπιδράσεις Νότου και Ανατολής που τόνωσαν στοιχεία ετεροπροσδιορισμού της ατομικής και συλλογικής προσωπικότητας, αλλά και η γεωγραφική και, κυρίως, γεωφυσική φυσιογνωμία (που επέβαλε σημαντικούς περιορισμούς στην πληθυσμιακή και κοινωνική ανάπτυξη) έχουν παίξει σημαντικό ρόλο. Γι αυτό πρέπει να αναλυθούν ξεχωριστά, αλλά θα προσπαθήσω να επιστρέψουμε στην Αιματολογία.